-
1 παραλλαξις
- εως ἥ1) попеременное движение(τῶν σκελῶν Plut.)
ἥ δεῦρο κἀκεῖ π. τῆς κεφαλῆς Plut. — мотание головой туда и сюда2) изменение, отклонение(τῆς κινήσεως Plat.)
3) мат. (взаимный) наклон(τῆς γωνίας Plut.)
4) астр. угол смещения, параллакс Plut. -
2 γωνια
ион. γωνίη ἥ1) угол(τοῦ προνηΐου Her.; ἥ ἐκ γωνίας εἰς γωνίαν τείνουσα γραμμή Plat.)
κατ΄ ὀξείας γωνίας Arst. — под острым углом;πρὸς ὁμοίας γωνίας Arst. — под равными углами;κεφαλέ γωνίας NT. — краеугольный камень;αἱ τέσσαραι γωνίαι τῆς γῆς NT. — четыре страны света;ἐν γωνίᾳ NT. — в углу, т.е. келейно, тайком2) углообразный выступ3) угольник(κανόνες καὴ γωνίαι Plat.; σφαῖραι καὴ γωνίαι Plut.)
4) угол мостового устоя ( для разрезания волн) -
3 κεφαλη
ἥ1) головаἄγχι σχὼν κεφαλήν Hom. — прислонив голову;
ἐς πόδας ἐκ κεφαλῇς Hom. — с головы до ног;ἐκ τῶν ποδῶν ἐς τέν κεφαλήν Arph. — с начала до конца;ἐπὴ κεφαλέν ὠθεῖν τινα Plat. — сбрасывать кого-л. головой вниз;ἐπὴ κεφαλέν βαδίζειν εἴς τι Dem. — стремглав помчаться куда-л.;κατὰ κεφαλέν τὸ τεῖχος Xen. — часть стены, находящаяся над головой (ср. 3);(ὅ λίθος) οὕτος ἐγενήθη εἰς κεφαλέν γωνίας погов. NT. — этот (отброшенный прочь) камень стал краеугольным2) перен. голова, глава(ὅ ἀνέρ κ. ἐστι τῆς γυναικός NT.)
3) перен. голова, жизньἔργον, ὃ σῇ κεφαλῇ ἀναμάξεις Hom. — дело, за которое поплатишься своей головой;
κεφαλης παρθέμενοι Hom. — рискующие (своими) головами4) лицо, человек, душаκατὰ κεφαλήν Arst. — подушно, (каждый) в отдельности (ср. 1);τὸν ἐγὼ τῖον ἶσον ἐμῇ κεφαλῇ Hom. — я его любил как самого себя;πολλαὴ ἴφθιμοι κεφαλαί Hom. — многие храбрецы5) ( в обращении) душа моя, друг, приятель ( обычно не переводится)Τεῦκρε, φίλη κ.! Hom. — Тевкр, дорогой мой!;
Ἄπολλον, ὦ δία κεφαλά! Eur. — о, божественный Аполлон!;ὦ μιαρὰ κ.! Dem. — ах ты негодяй!;ὦ μέλεοι θνητοὴ καὴ νήπιοι! - Ἐς κεφαλέν σοί! Arph. — о, жалкие и нелепые люди! - Ты сам такой!;ἐς κεφαλέν τρέποιτ΄ ἐμοί! Arph. — пусть (это пожелание) обратится на меня!6) толстый конец, головка(σκορόδου Arph.)
7) верх, крайὑπὲρ κεφαλᾶς Theocr. — через край
8) исток, верховье(ποταμοῦ Her.)
9) насыпь, вал(κ. τῆς τάφρου Her.)
10) головной убор(κ. περίθετος Arph.)
11) сущность, главноеκεφαλέν ἔχειν Arst. — иметь основное значение
12) итог, завершениеκεφαλέν ἀποδοῦναι τοῖς εἰρημένοις Plat. — подвести итог сказанному;
ἵνα ὅ λόγος κεφαλέν λάβῃ Plat. — чтобы завершить беседу -
4 αφαλλομαι
1) спрыгивать, соскакивать(ἐκ νεώς Aesch.; ἐπὴ τέν κεφαλήν τινος Arph.; τοῦ ἵππου, v. l. ἀφ΄ ἵππου Plut.)
2) подпрыгивать, подскакивать(τῆς γῆς Plut.)
3) отскакивать, быть отражаемым(φῶς ἀπὸ φωτὸς ἀφαλλόμενον Plut.)
τὰ πίπτοντα καὴ ἀφαλλόμενα ὁμοίας γωνίας ποιεῖ Arst. — углы падения равны углам отражения
См. также в других словарях:
τριχοτόμηση γωνίας — Η διαίρεση μιας γωνίας σε άλλες ίσες γωνίες. Από πρακτική πλευρά, μπορεί να θεωρηθεί ότι το πρόβλημα λύνεται εύκολα με μια ανεκτή προσέγγιση, αν χρησιμοποιηθούν τα κατάλληλα όργανα (γωνιόμετρο, διαβήτης, κανόνας κλπ.). Όταν όμως αναζητήθηκε μια… … Dictionary of Greek
Επισκοπή Γωνιάς — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 79 κάτ.) της Σαντορίνης. Βρίσκεται ΝΑ της κωμόπολης Θήρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θήρας του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες … Dictionary of Greek
μεγέθυνση — Η ιδιότητα ενός οπτικού συστήματος να σχηματίζει εικόνες είδωλα διάφορων αντικειμένων, σε μεγαλύτερο μέγεθος από αυτές που γίνονται αντιληπτές με γυμνό μάτι. Η γωνιακή μ. ενός οπτικού συστήματος προκύπτει από τον λόγο της γωνίας υπό την οποία… … Dictionary of Greek
οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
διάθλαση — Εκτροπή η οποία συντελείται σε μια ακτινοβολία, ιδιαίτερα στο φως, κατά τη δίοδό της από ένα διαπερατό σε αυτή μέσο σε ένα άλλο (π.χ. από τον αέρα στο νερό, από τον αέρα στο γυαλί, μεταξύ διαφόρων γυαλιών). Ονομάζεται γωνία πρόσπτωσης η γωνία i… … Dictionary of Greek
κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… … Dictionary of Greek
πρίσμα — I Στη γεωμετρία ονομάζεται έτσι κάθε στερεό, που περιορίζεται από τμήματα επιπέδων (έδρες) τέτοια, ώστε δύο από αυτά να είναι πολύγωνα ίσα μεταξύ τους, με τα επίπεδά τους παράλληλα (βάσεις) και τα άλλα παραλληλόγραμμα (παράπλευρες έδρες). Οι… … Dictionary of Greek
τριγωνομετρία — Κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με το θεμελιώδες πρόβλημα του υπολογισμού όλων των στοιχείων ενός τριγώνου, όταν μας είναι γνωστά μερικά από αυτά, αλλά ικανά να το προσδιορίσουν. Επειδή τα τρίγωνα διακρίνονται σε επίπεδα και σφαιρικά, γι’… … Dictionary of Greek
συντεταγμένες — Ο όρος χρησιμοποιείται, ιδιαίτερα, στην αναλυτική γεωμετρία. Έστω x’Ox μια ευθεία, όπου Ο ένα δεδομένο σημείο της (Σχ. 1), θετική φορά πάνω σ’ αυτή η φορά προς το x, και Θ ένα σημείο ως παράσταση του αριθμού 1· η ευθεία x’Ox ονομάζεται… … Dictionary of Greek